- τετρατερπένια
- τα, Νχημ. συνοπτική ονομασία τών υδρογονανθράκων στα μόρια τών οποίων περιέχεται οκτώ φορές η δομική μονάδα τού ισοπρενίου, καθώς και τών παραγώγων τους, μέσω μιας αντίδρασης αναγωγής, οξείδωσης ή κυκλοποίησης.
Dictionary of Greek. 2013.